- εξάρθρημα
- Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές διεργασίες, το μεγαλύτερο όμως μέρος των ε. είναι τραυματικής αιτιολογίας. Οι αρθρώσεις που πλήττονται συχνότερα είναι κατά σειρά ο ώμος, ο αγκώνας, το ισχίο, ο αστράγαλος και το γόνατο. Από θεραπευτική άποψη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ένα πρόσφατο ε. συνήθως είναι ανατάξιμο χωρίς εγχείρηση, ενώ στα παραμελημένα ε. μονιμοποιείται η απομάκρυνση των αρθρικών επιφανειών, καθιστώντας σχεδόν πάντα αναγκαία την εγχείρηση για την επαναφορά στη φυσιολογική τους θέση. Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί και κυρίως προδιαθεσιακοί παράγοντες μπορεί να προκαλούν ε. καθ’ υποτροπήν, που χαρακτηρίζονται από την όλο και συχνότερη πρόκληση ε. έπειτα από κακώσεις μικρότερης έντασης.
Η πρόσκαιρη απώλεια της επαφής μεταξύ των αρθρικών επιφανειών των οστών καλείται διάστρεμμα και είναι συνήθως τραυματικής αιτιολογίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν προκαλούνται αλλοιώσεις των οστών, αλλά η απώλεια της επαφής συνοδεύεται συχνά από ρήξη ή θλάση των συνδέσμων και του θύλακα της άρθρωσης. Γι’ αυτό, το διάστρεμμα εκδηλώνεται με τοπική διόγκωση, αιμάτωμα, λειτουργική ανωμαλία της ανατομικής τραυματισμένης περιοχής. Η διάγνωση γίνεται από τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά κλινικά συμπτώματα και τις ακτινολογικές εξετάσεις.
Η θεραπευτική αγωγή, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κάκωσης, περιορίζεται σε συντηρητική αγωγή (τοπική και συστηματική χορήγηση φαρμάκων), χειρουργική (ανάταξη των συνδέσμων που έχουν υποστεί βλάβη, ακινητοποίηση με γύψο) και φυσιοθεραπεία (διαθερμίες, κινησιοθεραπεία κ.ά.).
* * *το (Α ἐξάρθρημα) [εξαρθρώ]εξάρθρωση.
Dictionary of Greek. 2013.